Πτηνό το είδος Μαυροβουτηχτάρι σε τοποθεσία στον υδροβιότοπο
Νέας Κίου,
Το Μαυροβουτηχτάρι είναι υδρόβιο πτηνό
της οικογενείας των Πυγοποδιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι
Podiceps nigricollis και περιλαμβάνει 3 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος
Podiceps nigricollis nigricollis. Το μαυροβουτηχτάρι είναι μερικώς
μεταναστευτικό είδος με ευρεία, αλλά διάσπαρτη κατανομή σε Ευρώπη, Ασία, Ν.
Αφρική και Β. Αμερική
Στην Ευρώπη απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης
(επιδημητικό, καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης) σε μεγάλο
μέρος της ηπείρου: ζει μόνιμα όλο το έτος σε κάποιες περιοχές της ΝΚ Ευρώπης,
κυρίως όμως σε θύλακες στην Ισπανία και τα Βαλκάνια. Αναπαράγεται τα καλοκαίρια
σε όλη σχεδόν την ήπειρο, πλήν των ΒΔ περιοχών (Ιρλανδία, Ισλανδία) και του
συνόλου σχεδόν της Σκανδιναβίας. Ως χειμερινός επισκέπτης απαντάται κυρίως στα
νοτιοανατολικά και στη Μεσόγειο.
Σε πολλές περιοχές της κατανομής του, το είδος είναι πλήρως
μεταναστευτικό, αν και η έκταση της μετανάστευσης ποικίλλει μεταξύ των
πληθυσμών, με ορισμένους να είναι καθιστικοί (επιδημητικοί), όπως π.χ. στην
Ισπανία. Η φθινοπωρινή αποδημία συχνά επιμηκύνεται αρκετά, με την αρχή της στα
μέσα Αυγούστου και το τέλος της στα τέλη Νοεμβρίου, ενώ κορυφώνεται τον
Οκτώβριο. Η έναρξη της εαρινής μετανάστευσης τοποθετείται γύρω στο Μάρτιο. Τα
ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, αν και κάποιες
ημερήσιες μεταναστεύσεις είναι γνωστές στην Παλαιαρκτική. Τα μαυροβουτηχτάρια
αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας και είναι ιδιαίτερα
αγελαία, τόσο κατά τη μετανάστευση, όσο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με
συναθροίσεις που μπορεί να φθάσουν και τις εκατοντάδες χιλιάδες σε ορισμένες
περιοχές στη Βόρεια Αμερική και Ασία.
Στην Ελλάδα, το μαυροβουτηχτάρι είναι μερικώς μεταναστευτικό
πτηνό, στη βόρεια και κεντρική χώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα (τέλη
Οκτωβρίου με αρχές Απριλίου), αλλά σε ορισμένες περιοχές απαντά και ως
επιδημητικό ή πιθανόν και τα καλοκαίρια. Στην Κύπρο είναι κονός χειμωνιάτικος
επισκέπτης.
Το μαυροβουτηχτάρι είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στο
αναπαραγωγικό του πτέρωμα, πιο δύσκολα στο μη αναπαραγωγικό, χωρίς να
παρατηρείται φυλετικός διμορφισμός, δηλαδή τα φύλα είναι όμοια. Ωστόσο,
παρατηρείται έντονος εποχικός διμορφισμός, δηλαδή διακρίνονται δύο διαφορετικά
πτερώματα ανάλογα με την εποχή. Γενικά, πρόκειται για ένα μικρό, «στρουμπουλό»
στο παρουσιαστικό βουτηχτάρι, με μυτερό ράμφος και, λαιμό που εμφανίζεται
μακρύτερος και λεπτότερος από τα συγγενικά είδη. Είναι το μικρότερο ευρωπαϊκό
βουτηχτάρι του γένους του, μεγαλύτερο μόνον από το Νανοβουτηχτάρι, το οποίο όμως
ανήκει σε άλλο γένος.
Το είδος είναι σαρκοβόρο, με τη διατροφή του να αποτελείται
κυρίως από έντομα και τις προνύμφες τους (όπως υδρόβια ή εδαφόβια σκαθάρια και
λιβελούλες), νηματόπτερα δίπτερα, μαλάκια και μικρά καρκινοειδή (όπως γαρίδες
υφάλμυρου νερού, Artemia sp.), αμφίβια (όπως μικρούς βατράχους και γυρίνους),
πολύχαιτους σκώληκες, σαλιγκάρια με τα ψάρια να παίζουν μικρότερο ρόλο. Τα
μαυροβουτηχτάρια αναζητούν την τροφή τους κυρίως με καταδύσεις. Ο χρόνος
κατάδυσης είναι συνήθως περισσότερο από 30 δευτερόλεπτα, ενώ το βάθος συνήθως
λιγότερο από 2,5 μέτρα, κατ'εξαίρεση, έως και 5,5 μέτρα.
Τα μαυροβουτηχτάρια είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υδρόβια
πουλιά, και κολυμπάνε κάτω από την επιφάνεια του νερού για να βρουν τροφή.
Εκτιμάται ότι ξοδεύουν το 15% του χρόνου τους μέσα στο νερό. Έχουν πολλές
φυσικές προσαρμογές για να είναι εξαιρετικοί δύτες. Το σώμα τους είναι
καλυμμένο με φτερά , τα οποία έχουν την ιδιότητα να αυξάνουν την ώση κατά την
κατάδυση, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές δεξαμενές αέρα, επιτρέποντάς τους να
βυθίζονται εύκολα και να μειώνουν την πλευστότητά τους. Έτσι, μπορούν να
συλλαμβάνουν άκοπα τη λεία τους, αλλά και να αποφεύγουν τα διάφορα αρπακτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου