Ρύποι από την καύση ορυκτών καυσίμων βρέθηκαν για πρώτη φορά
ενσωματωμένοι σε κοράλλια, προσφέροντας στους επιστήμονες ένα πιθανό νέο
εργαλείο για την παρακολούθηση της περιβαλλοντικής ρύπανσης.
Τα κοράλλια είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο φυσικό αρχείο για μελέτες παλαιοκλίματος, λόγω των μετρήσιμων ρυθμών ανάπτυξής τους. Παρόμοια με τους δακτυλίους των δέντρων, η μακρά διάρκεια ζωής τους και η αργή και τακτική ανάπτυξή τους μπορούν να παρέχουν στους επιστήμονες ετήσια, μηνιαία ή ακόμα και εβδομαδιαία περιβαλλοντικά δεδομένα που πηγαίνουν χρόνια πίσω. Μέχρι τώρα έχουν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό για τη μέτρηση κλιματικών συνθηκών του παρελθόντος, αλλά τώρα είναι η πρώτη φορά που σωματίδια ρύπων (εκτός από μικροπλαστικά) έχουν ανακτηθεί από κοράλλια.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα κοραλλιών από διάφορες τοποθεσίες στις ακτές του Καστεγιόν της Ισπανίας. Τα κοράλλια βρίσκονταν σχεδόν 60 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή και εντός προστατευόμενου θαλάσσιου καταφυγίου, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα μόλυνσης. Το συγκεκριμένο είδος κοραλλιού, Cladocora caespitosa, είναι το μοναδικό μεσογειακό κοράλλι με την ικανότητα να σχηματίζει μεγάλους ύφαλους και αναπτύσσεται κατά μέσο όρο περίπου 0,3 εκατοστά ετησίως.
Μελετώντας τα κοράλλια στο εργαστήριο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι παρουσίασαν σημαντική αύξηση της μόλυνσης από σφαιροειδή ανθρακούχα σωματίδια (SCP), δηλαδή υπολείμματα ορυκτών καυσίμων, μεταξύ του 1969 και του 1992, περίοδος κατά την οποία υπήρξε έντονη εκβιομηχάνιση.
«Η ανακάλυψη αυτών των ρύπων ενσωματωμένων στους σκελετούς των κοραλλιών εκτείνεται σε δεκαετίες και δίνει μια σαφή εικόνα για το πόσο εκτεταμένη είναι η ανθρώπινη επιρροή στο περιβάλλον. Είναι η πρώτη φορά που καταφέρνουμε να δούμε αυτού του είδους τους ρύπους στα κοράλλια και η εμφάνισή τους σε αυτές τις αποθέσεις είναι παράλληλη με τον ιστορικό ρυθμό καύσης ορυκτών καυσίμων στην περιοχή», επισημαίνει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Λούσι Ρόμπερτς από το UCL.
Η μελέτη έγινε σε συνεργασία με το ισπανικό ινστιτούτο Instituto de Acuicultura Torre de la Sal και το Πανεπιστήμιο του Λέστερ και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Science of the Total Environment».
Μ. Κουζινοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου